- εὐθύκαυλος
- εὐθῠ-καυλος, ον,A with a straight stalk, Thphr.HP6.4.5 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθύκαυλος — εὐθύκαυλος, ον (Α) αυτός που έχει ευθύ βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + καυλός «στέλεχος, κορμός»] … Dictionary of Greek
εὐθυκαυλότερον — εὐθύκαυλος with a straight stalk adverbial comp εὐθύκαυλος with a straight stalk masc acc comp sg εὐθύκαυλος with a straight stalk neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύκαυλα — εὐθύκαυλος with a straight stalk neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek